Οι έννοιες για τις δύο βασικές αντιφάσεις του καπιταλισμού

Από τον Νώντα Κουκά

Αρχίζουμε κατευθείαν. Αντίφαση πρώτη: μεταξύ καπιταλιστών και εργαζόμενων. Αυτή αφορά στις σχέσεις κεφαλαίου και εργασίας, καπιταλιστικής και εργατικής τάξης. Η πρώτη έχει την ιδιοκτησία του κεφαλαίου, ενώ η δεύτερη αποκλείεται από αυτή. Το κέρδος των καπιταλιστών είναι η μη αμειβόμενη εργασία των εργαζομένων. Τούτη η πρώτη αντίφαση παρουσιάζει ένα βασικό προσδιοριστικό στοιχείο που την προσδιορίζει εμφατικά: βρίσκεται στο εσωτερικό των καπιταλιστικών «σχέσεων παραγωγής». Κατά συνέπεια, μπορούμε να πούμε πως πρόκειται για μια εσωτερική αντίφαση μιας δομής.

Αυτή η αντίφαση προσιδιάζει στον καπιταλισμό. Είναι δηλαδή ένα εγγενές χαρακτηριστικό στοιχείο στον καπιταλιστικό τρόπο παραγωγής, που τον διακρίνει από τους υπόλοιπους τρόπους παραγωγής – δουλοκτητικό, φεουδαρχικό κ.ά. Αυτή λοιπόν η δομική αντίφαση, ως ειδοποιός διαφορά του καπιταλισμού, χαρακτηρίζει το κεφαλαιοκρατικό σύστημα εξαρχής, ενώ η ίδια η λειτουργία του συστήματος την αναπαράγει διαρκώς.

Είναι επομένως πρωταρχική, με την έννοια πως εμφανίζεται από την αρχή και παραμένει μέχρι την εξαφάνιση του συστήματος. Εξελίσσεται με την ανάπτυξη του συστήματος∙ μετασχηματίζεται με την εξέλιξη του καπιταλισμού από τον ελεύθερο ανταγωνισμό μέχρι τα μονοπώλια και τη συνδικαλιστική και πολιτική οργάνωση της εργατικής τάξης. Η αντίφαση αυτή είναι ανταγωνιστική: η λειτουργία μιας τάξης έγκειται στην εκμετάλλευση μιας άλλης.

Είναι αρκετά ορατή και αντιληπτή, τουλάχιστον μέχρι ενός σημείου, από τον ψυχολόγο και τον κοινωνιολόγο – που διακρίνουν τα άτομα και τις ομάδες κατά διαφορετικές λειτουργίες και κοινωνικές θέσεις – αλλά και από τον οικονομολόγο και τον ιστορικό. Τέλος, ο φιλόσοφος λαμβάνει την εν λόγω αντίφαση ως αντικείμενο, όταν στοχάζεται πάνω στην ηθική, τη δικαιοσύνη, την ελευθερία, την ανισότητα κλπ.

Η δεύτερη αντίφαση του καπιταλισμού αφορά στη γενικευμένη και εξωτερικευμένη εκδήλωση της πρώτης, ειδικής, αντίφασης. Πρόκειται για τη θεμελιώδη αντίφαση του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής: η αντίφαση ανάμεσα στην ανάπτυξη και κοινωνικοποίηση των παραγωγικών δυνάμεων και στην ιδιωτική ιδιοκτησία των μέσων παραγωγής.

Γενικά μιλώντας, τούτη η αντίφαση συνίσταται στο ότι ο κεφαλαιοκρατικός τρόπος παραγωγής ενέχει μια τάση προς την απόλυτη ανάπτυξη των παραγωγικών δυνάμεων, δίχως να λαμβάνει υπόψη του την αξία και υπεραξία που αυτή περιλαμβάνει, ούτε τις κοινωνικές σχέσεις στα πλαίσια των οποίων πραγματοποιείται η καπιταλιστική παραγωγή. Ενώ, από την άλλη μεριά, το σύστημα αποσκοπεί στη διατήρηση της υπάρχουσας αξίας κεφαλαίου και την αξιοποίησή του στο έπακρο.

Με ποιον τρόπο γίνεται ορατή αυτή η αντίφαση; Η σύγκρουση αυτή εμφανίζεται εν μέρει στις περιοδικές κρίσεις. Σε συνθήκες κρίσης, η θεμελιώδης αντίφαση φανερώνεται μέσα από την αντίφαση παραγωγής-κατανάλωσης, παραγωγής-κυκλοφορίας των εμπορευμάτων. Και, ακόμη πιο βαθιά, φανερώνεται στην πτωτική τάση του ποσοστού κέρδους. Ποια είναι όμως τα χαρακτηριστικά αυτής της αντίφασης;

Εδώ δεν έχουμε αντίφαση στο εσωτερικό μιας δομής (όπως στην περίπτωση της πρώτης αντίφασης), αλλά μεταξύ δύο δομών. Επομένως, δεν πρόκειται για μια άμεση αντίφαση μεταξύ ατόμων ή ομάδων, αλλά για μια αντίφαση ανάμεσα στη δομή των παραγωγικών δυνάμεων – στην ολοένα εκτενέστερη κοινωνικοποίησή τους – και στη δομή των σχέσεων παραγωγής, στην ιδιωτική ιδιοκτησία των μέσων παραγωγής.

Στην αρχή, τούτη η θεμελιώδης αντίφαση (θεμελιώδης, επειδή εξηγεί την εξέλιξη του καπιταλισμού και την αναγκαιότητα εξαφάνισής του) του καπιταλισμού στάθηκε μακριά από το να παρακωλύει την ανάπτυξη των παραγωγικών δυνάμεων και επέτρεψε την εξέλιξή τους. Όμως, σε κάποιο στάδιο της ωρίμασής του (στο στάδιο ίσως της μεγάλης βιομηχανίας) εμφανίστηκε ο «ανταγωνιστικός» χαρακτήρας της αυτός καθαυτός: η αντίθεση ανάμεσα στον «ιδιωτικό» χαρακτήρα της ιδιοποίησης των παραγωγικών δυνάμεων και στον «κοινωνικό» τους χαρακτήρα, που υπήρχε εγγενώς στον καπιταλιστικό τρόπο παραγωγής, αλλά που αρχικά έμενε εν υπνώσει.

Αρχικά λοιπόν δεν υπήρχε ανταγωνισμός μεταξύ καπιταλισμού και ανάπτυξης των παραγωγικών σχέσεων. Απεναντίας, υπήρξε συμμετρικοποίηση στη λειτουργική συμβατότητα, ώστε να δημιουργηθεί η βάση για την καπιταλιστική τάξη των πραγμάτων, που επέφερε τον δυναμισμό της τεχνικής προόδου. Όμως, η ίδια αυτή δομική αντιστοιχία ανάμεσα στον καπιταλισμό και τις παραγωγικές δυνάμεις, σήμανε αναντιστοιχία ανάμεσα σε αυτές τις παραγωγικές δυνάμεις και τις φεουδαρχικές σχέσεις παραγωγής.

Και ιδού η αντικειμενική αντίφαση ανάμεσα στις φεουδαρχικές και τις καπιταλιστικές σχέσεις, την φεουδαλική και την καπιταλιστική τάξη, η οποία δημιούργησε τη «φυσική» γέφυρα προς την αλλαγή του κοινωνικοοικονομικού σχηματισμού – από τη φεουδαρχία προς τον καπιταλισμό. Διότι για να υπάρξει καπιταλιστής πρέπει να υπάρχουν ενώπιών του εργάτες ελεύθεροι ως πρόσωπα, εξαναγκασμένοι να πωλούν την εργασιακή τους δύναμη∙ αποκλεισμένοι δηλαδή από την ιδιοκτησία των μέσων παραγωγής.

Συμπερασματικά, η θεμελιώδης αντίφαση του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής γεννήθηκε κατά τη διάρκεια της ανάπτυξης αυτού του τρόπου παραγωγής, αλλά δεν αποτελεί ανταγωνιστική αντίφαση εξαρχής. Τούτος ο ανταγωνισμός εμφανίζεται ως παρείσακτος και ανεπιθύμητος εν ευθέτω χρόνω. Κατά συνέπεια, πρόκειται για μια μη σκόπιμη αντίφαση. Είναι το αποτέλεσμα της δράσης όλων των δρώντων υποκειμένων του συστήματος και της ανάπτυξης του ίδιου του συστήματος, αλλά δεν προέκυψε από πρόταγμα καμίας ατομικής συνείδησης – από σκοπό οποιουδήποτε ατόμου.

Εδώ, επομένως, ανακύπτουν πλευρές της πραγματικότητας που δεν αναφέρονται σε καμία συνείδηση – ούτε εξηγούνται μέσω της συνείδησης. Ο ίδιος ο τρόπος παραγωγής, η αξιοποίηση του κεφαλαίου, δημιουργεί αυτό το αποτέλεσμα «δίχως να το γνωρίζει». Αυτή είναι η έννοια της δομής – και του συστήματος – που υπερβαίνει τόσο τον αφελή ρεαλισμό όσο και τον υποκειμενικό ιδεαλισμό: υπερβαίνει δηλαδή τον ίδιο τον ανθρώπινο παράγοντα.

ΥΓ:
Το κείμενο αυτό δίνει μια αρχική ιδέα γύρω από τέτοια ενδεικτικά ζητήματα γνήσιας παιδείας με τα οποία μπορεί να ασχολείται το «φόρουμ κοινωνικής σοφίας» και τα οποία αφορούν όχι μόνο στους μαθητές αλλά και σε κάθε κοινωνικά προβληματισμένο άνθρωπο.

(Αισθανόμαστε την υποχρέωση να δηλώσουμε ταπεινά ότι η έννοιες «σοφία» και «φιλοσοφία» δεν είναι κατ’ ανάγκη ταυτόσημες)

2/6/2014

Posted on 2 Ιουνίου, 2014, in ΦΙΛΟΣΟΦΙΑ ΤΗΣ ΟΙΚΟΝΟΜΙΑΣ. Bookmark the permalink. Σχολιάστε.

Σχολιάστε