Αρχεία Ιστολογίου

Η ΘΕΩΡΙΑ ΤΗΣ ΑΝΑΡΧΙΑΣ

Από τον Νώντα Κουκά

Εάν τα συμπεράσματά σου αντικρούουν την κοινή λογική, τότε κρίμα για την κοινή λογική: εάν προσκρούουν πάνω στην αποδεδειγμένη φιλοσοφική άποψη, τότε τόσο το χειρότερο για την παραδεδειγμένη άποψη. Αλλά εάν όμως αυτά τα συμπεράσματα πρέπει να απορρίψουν τα ίδια τα γεγονότα της εμπειρίας μας, τότε πρέπει να τα πετάξεις στη φωτιά.

Ρίτσαρντ Φέιμαν, φυσικός.

Η δικτατορία του explanandum [ή του σώζειν τα (ιδεολογικά) φαινόμενα]

Η κλασική επιστήμη είναι έρευνα που βεβαιώνει τα φαινόμενα και αποκαλύπτει τους νόμους που τα διέπουν. Από την άλλη μεριά, η κλασική φιλοσοφία είναι έρευνα που βεβαιώνει κι αυτή τα φαινόμενα, αλλά προχωράει παραπέρα και αναζητεί την αλήθεια των νόμων που τη διέπουν. Καμία όμως από τις εν λόγω δύο έρευνες – ούτε η φιλοσοφική ούτε η επιστημονική – δεν αποστασιοποιείται από τη δικτατορία των φαινομένων, που κωδικοποιείται στην περιβόητη αρχή του «σώζειν τα φαινόμενα».

Κάθε φιλοσοφική ή επιστημονική θεωρία είναι εκ των προτέρων καταδικασμένη, αν αρνηθεί τα προφανή γεγονότα. Οι αντιλήψεις μας και τα πορίσματά μας, που συνάγονται από την εμπειρία μας, μπορούν να συζητηθούν και να διερευνηθούν περαιτέρω, όμως αυτά καθαυτά τα γεγονότα της εμπειρίας δεν γίνεται ούτε να θυσιαστούν ούτε να παραβλεφθούν προς χάριν του θεωρητικού ενδιαφέροντος.

Η αναγκαιότητα του σώζειν τα φαινόμενα γίνεται ακόμη πιο επιτακτική, για έναν ακόμη λόγο: το explanandum – τη σχέση μιας εξήγησης με αυτό που ερμηνεύει. Για να υπάρξει δηλαδή ένα καταρχάς explanandum πρέπει να υφίσταται κάποιο φαινόμενο, που μπορεί να «ξεχωρίσει», να «αναγνωριστεί» και να «εξατομικευτεί» στην εμπειρία μας και κατόπιν να εξηγηθεί. Όμως αν μια εξήγηση δεν ερμηνεύει την ύπαρξη του explanandum ή τη δυνατότητά μας να το ξεχωρίσουμε, τότε πραγματικά δεν είναι δυνατόν να του προσφέρει την παραμικρή ερμηνεία.

Για παράδειγμα, στην περίπτωση της Λογικής θα μπορούσε κανείς να αρχίσει με τις προτάσεις, τις κρίσεις και τους συλλογισμούς και εν συνεχεία να φτάσει στη διατύπωση μιας γλωσσολογικής θεωρίας. Αλλά εάν τούτη η θεωρία, στην τελική της εκκαθάριση, δεν προσφέρει κάποια θέση για εκείνες τις εμπειρίες ένεκα των οποίων αρχικά δημιουργήθηκε, τότε, αν μη τι άλλο, θα μείνουμε με την απορία αν πρόκειται έστω και στο ελάχιστο για θεωρία λογική. Το ίδιο κάνουμε και σε μια κοινωνική θεωρία: αν στα τελικά πορίσματά της εξοστρακίζεται (χονδρικά μιλώντας) τόσο η κοινωνία όσο και το άτομο, τότε μάλλον αυτή δεν (πρέπει να) είναι κοινωνική θεωρία.

Η απομυθοποίηση επί θύραις: κομμουνισμός και Αναρχία

Τώρα όμως το θέμα που ανακύπτει με την εμμονική προσκόλληση στο explanandum είναι ακριβώς αυτό: τι γίνεται με την αποκάλυψη και τη φανέρωση της «πραγματικότητας» ως ψευδαίσθησης; Παραδείγματος χάριν, η ψευδαίσθηση της ροής του χρόνου ή το φαινόμενο της ψευδούς συνείδησης ή τα συνειδητά φαινόμενα σε σχέση με το ασυνείδητο, που συνιστούν διαφορετικά επίπεδα εξήγησης της πραγματικότητας, σώζουν ή δεν σώζουν τα φαινόμενα; Τελικά ο χρόνος (t) της θεωρίας της σχετικότητας σώζει ή δεν σώζει το φαινόμενο του διαισθητικού χρόνου – του οικείου χρόνου που όλοι μας βιώνουμε;

Ο «κομμουνισμός» ως διαδικασία τείνει να απελευθερώσει την ανθρωπότητα από τη δικτατορία του explanandum, απομυθοποιώντας το και στήνοντάς το στις πραγματικές του διαστάσεις. Καθώς καταργεί, σαν κίνηση που είναι, την προηγούμενη κατάσταση των πραγμάτων, καταργεί συγχρόνως τη δικτατορία των «προφανών γεγονότων» της εμπειρίας, αντικαθιστώντας την με την ανατροπή των υλικών όρων της οικονομικής βάσης της κοινωνίας, η οποία παροχετεύει ιδεολογία και ψευδή συνείδηση στο εποικοδόμημά της.

Από την κατανόηση λοιπόν ότι υπάρχουν διαφορετικά επίπεδα εξήγησης των φαινομένων, περνάμε σταδιακά στην κατάργηση του σώζειν των (ιδεολογικών) φαινομένων, που λαμβάνουν χώρα αναγκαστικά σε μια καπιταλιστική κοινωνία. Άρα, κομμουνισμός είναι η διαδικασία όχι του σώζειν τα (ιδεολογικά) φαινόμενα που συλλαμβάνει η ατομική συνείδηση, αλλά του σώζειν των πραγματικών γεγονότων που συλλαμβάνει η ταξική/κοινωνική συνείδηση. Και μπορούμε να είμαστε βέβαιοι πως η διαφορά ανάμεσα στην ιδεολογική προφάνεια και την πραγματική διαφάνεια είναι αβυσσαλέα χαώδης. Εδώ ο χωροχρόνος, όπου ενδιάμεσα λαμβάνει χώρα η ανειρήνευτη σύγκρουση ανάμεσα στο ιδεολογικό explanandum και το πραγματικό, καλείται Ιστορία.

Και όταν πια το πραγματικό explanandum επικρατήσει κατά κράτος και εγκαθιδρυθεί οριστικά, τότε λοιπόν θα έχουμε το τέλος της Ιστορίας και την έλευση της Αναρχίας ως κατάστασης. Τώρα μάλλον δεν θα υπάρχει καν η ανάγκη της θεωρίας που σώζει έστω τα πραγματικά φαινόμενα. Διότι Αναρχία σημαίνει όχι πραγματικότητα που θεάται αλλά πραγματικότητα που θεώνεται και βιώνεται.

Η Θεωρία της Αναρχίας II (ή μια ανεπιθύμητη «μετάφραση»)

Πάνω απ’ όλα, χρειάζεται μια επανάσταση στη σκέψη και στο πνεύμα.
________________________________________

Η κατάργηση της κυριαρχίας

Η Θεωρία της Αναρχίας, (αυτή καθεαυτή και όχι οι διάφορες ιδεολογικοποιημένες – και άρα στρεβλωμένες – εκδοχές της), καθώς (πρέπει να) κινείται με ασύλληπτη αστρονομική ταχύτητα σε σχέση με τις υπόλοιπες κοινωνιομορφικές «θεωρίες» (ή, καλύτερα, θεωρήσεις), προτείνει ως λύση την Εποχή του «Πνεύματος». Αυτή, με λίγα λόγια, δεν μπορεί να είναι άλλη από την «αποκάλυψη» μιας αίσθησης κοινότητας. Η οποία δεν είναι απλώς κοινωνική, αλλά και κοσμική∙ όχι μόνο αδελφοσύνη ανάμεσα στους ανθρώπους, αλλά και αδελφοσύνη των ανθρώπων με όλη την κοσμική ζωή, με ολόκληρη τη δημιουργία.

Κάτι τέτοιο όμως απαιτεί τη χειραφέτηση από την ανθρωπομορφική ιδεολογία και τον κοινωνιομορφισμό, που αλλοτριώνουν και αποξενώνουν το ίδιο το ανθρώπινο ον, τόσο από τη φύση γενικότερα όσο και από τις κοινωνίες του ειδικότερα. Επίσης, απαιτεί τη χειραφέτηση από μια ψευδή έννοια κυριαρχίας και εκμετάλλευσης ανθρώπου από άνθρωπο, η οποία πάντοτε εξυπονοεί κάποια μορφή δουλείας. Έτσι, στην προτεινόμενη Εποχή του «πνεύματος», καταργούνται αυτοδικαίως:

1) Η κυριαρχία του θεού, επειδή τούτο παραπέμπει στον κοινωνιομορφικό τρόπο σκέψης περί θεού, που σχηματίζεται κατά το πρότυπο της βασιλείας του Καίσαρα.

2) Η κυριαρχία του κάθε λογής μονάρχη, αυτής ή της άλλης τάξης, ακόμη και η κυριαρχία του λαού – κατά τον τρόπο που τον σκέφτηκε ο Ρουσσώ (Rousseau) και οι θεωρητικοί της καθαρής δημοκρατίας.

3) Το κράτος, που δεν έχει παρά μεταβατική και σχετική λειτουργική σημασία, στον αντικειμενοποιημένο κόσμο. Στον οποίο το καθετί μεταφέρεται στην εξωτερικότητα και το καθετί φθείρεται (: δεν διαθέτει δηλαδή καμία πνευματικότητα). Έτσι λοιπόν, μιας και το κράτος δεν διαθέτει καμία ουσιαστική ζωτική σημασία, η Εποχή του «πνεύματος» δεν μπορεί να νοηθεί επ’ ουδενί κατ’ αναλογία προς αυτό.

Η ισχύς της (αναγκαίας) Συνθήκης

Όμως, υπάρχει μια συνθήκη που πρέπει να ισχύσει ανυπερθέτως, για να ισχύσουν και όλα τα παραπάνω. Πρέπει η (κοινωνική) συνείδηση των ανθρώπων να αρχίσει να τρέχει με ταχύτητες πολύ υψηλότερες από τη μίζερη ταχύτητα της «κοινής λογικής». Είναι σχεδόν σίγουρο ότι οι σημερινοί άνθρωποι – διαβρωμένοι καθώς είναι από την κατάθλιψη του σκεπτικισμού τους και τον «ορθολογισμό» της κοινής λογικής τους και το μέσου νοός τους – θα πουν χαμογελώντας πως όλα ετούτα αποτελούν, στην καλύτερη περίπτωση, μια θρησκευτική ουτοπία στη σφαίρα της κοινωνικής πολιτικής…

Και ίσως να έχουν δίκιο, στο βαθμό που πρόκειται για τούτον τον περιορισμένο και συμβατικό κόσμο. Στον μίζερο αυτό κόσμο, μέσα στον οποία μεγάλωσαν, και από τον οποίο δεν βλέπουν καμία διέξοδο. Όμως, εμείς μιλάμε για κάτι εντελώς καινούριο και διαφορετικό∙ για μια νέα κοσμική εποχή και μιαν «αποκάλυψη» εντός της.

Αλλά η έλευση της νέας κοσμικής εποχής, προϋποθέτει μια επαναστατική (και όχι απλώς μια περιστασιακά εξεγερτική) αλλαγή στο ανθρώπινο μυαλό. Αυτό συνεπάγεται την ακαριαία διάδοση της Κοινωνικής Συνείδησης, με ταχύτητα μεγαλύτερη από το φως (!). Η οποία θα φέρει την απελευθέρωση αυτού του μυαλού από τη δύναμη του εξαντικειμενισμού της «κοινής λογικής».

Εντέλει, καλό είναι να συνηθίζουμε όλοι, σιγά-σιγά, στη νέα σκέψη: η τελλουρική εποχή (από το tellus-uris = γη), που ήταν στενά δεμένη με τη γη, σύρεται προς το τέλος της. Ο άνθρωπος δεν πρέπει πια να κοιτάει χάμω στα πόδια του, αλλά ψηλά στα αστέρια και στο σύμπαν. Διότι έχει πια ήδη στραφεί στους κοσμικούς χώρους και χρειάζεται κατεπειγόντως αναβάθμιση της σκέψης του και του φαντασιακού του.

Βέβαια, αυτή η αλλαγή στον τρόπο σκέψης των ανθρώπων δεν πρόκειται να συμβεί από τη μια στιγμή στην άλλη. Προϋποθέτει μια περίπλοκη και πολύπλοκη διαδικασία προπαρασκευής. Πάνω απ’ όλα, χρειάζεται μια επανάσταση στη σκέψη και στο πνεύμα. Άρα, ο άνθρωπος χρειάζεται μια ολοένα επιταχυνόμενη εγρήγορση της κοινωνικής του συνείδησης, με σκοπό και στόχο την αποδέσμευση από την επιθυμία του να αποξενώνεται και να χιμά στον κόσμο, βλέποντάς τον απλώς και μόνο ως αντικείμενο που πρέπει οπωσδήποτε να κατακτήσει.
Ο σκοπός-στόχος αυτός θα μπορούσε να αποτελέσει και το πρόπλασμα προς την ανάδειξη και εξέλιξη της Θεωρίας της Κοινωνικής Συνείδησης.

ΥΓ.

Κάθε μετάφραση δημιουργεί ένα παράδοξο: μια ισοδυναμία χωρίς ισότητα, stop. Από την άλλη, όμως, το ίδιο το παράδοξο είναι ο προπομπός της γνώσης, stop. Έτσι, το παράδοξο εξαφανίζεται, stop. Στην Εποχή του «πνεύματος» ευελπιστούμε πως η μετάφραση θα εκλείψει ως αχρείαστο είδος, full stop.

Ο «ΟΣΙΟΣ» ΤΗΣ «ΑΓΙΑΣ ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΑΣ»

Από τον Νώντα Κουκά

Το φιλοσοφικό «φαβορί» της Επανάστασης

Το νέο «απόλυτο» της φιλοσοφίας οφείλει εξ αντικειμένου να έρθει σε ρήξη με όλες τις διαδοχικές διευθετήσεις της (γνωστής) κοινωνικής ιστορίας της ανθρωπότητας. Κοντολογίς, οφείλει να συγκρουστεί ανηλεώς, τόσο με την Παράδοση όσο και με την πατροπαράδοτη ηθική εξουσία (της). Αυτός είναι ο τελικός σκοπός της φιλοσοφίας που δεν προσποιείται τη «φιλοσοφία» – αν θέλει να πραγματωθεί επάνω στη γη. Χρέος της δηλαδή είναι να πιέσει τον πολιτισμό να αναγνωρίσει το σκοτεινό του ασυνείδητο και να το «εξευμενίσει» ανυπερθέτως.

Αυτό ακριβώς επιδιώκει ένας παρεξηγημένος, ανυπότακτος αλλά και γνήσιος «απόλυτος» φιλόσοφος: ο Μαξ Στίρνερ, ο οποίος, ούτε πολύ ούτε λίγο, μιλάει για τους ανθρώπους και λέει ότι αυτοί νομίζουν τάχα ότι ελευθερώνονται από τον θεό, ενώ στην ουσία πέφτουν στα νύχια της εξουσίας της Ανθρωπότητας, του Κράτους, του Δικαίου, της Κοινωνίας, της Εργασίας, της Μάζας, που τελικά όλα αυτά δεν είναι παρά υποκατάστατα της ίδιας της θρησκείας.

Πράγματι, η αφαίρεση είναι καθαρά δομικής τάξης: καταργούμε τη λέξη «Θεός» και απομένει το πράγμα. Η αφιέρωση κάποιου ανθρώπου σε μια ιδέα, δεν είναι τίποτε άλλο παρά το ίδιο το πνεύμα της ιεροσύνης. Τούτη η ταπεινή θρησκοληψία αποτρέπει τον άνθρωπο να συναντηθεί με τον ίδιο τον εαυτό του• να γίνει δηλαδή η ταυτοποίησή του, το ένα άτομο που υπάρχει: το Μοναδικό Άτομο, ο Μόνος Αληθινός Άνθρωπος. Έχουμε την ψευδαίσθηση ότι καταλύουμε την αλλοτρίωση. Όμως δεν κάνουμε τίποτε άλλο παρά να μεταθέτουμε την αυταπάτη της απελευθέρωσης σαν επιβράβευση.

Όλοι τους λοιπόν είναι πιασμένοι στο δόκανο. Ο Φόιερμπαχ, αλλά και οι ανθρωπιστές, οι σοσιαλιστές, οι φιλελεύθεροι και οι κομμουνιστές: «οι άθεοί μας είναι ευσεβή άτομα» (Το Μοναδικό και η ιδιότητά του).

Η Παγκοσμιοποίηση και το σύγχρονο «κουρελοπρολεταριάτο» της εικονικής πραγματικότητας

Αλήθεια, στη σύγχρονη εποχή στην οποία ζούμε, υπάρχουν πολλοί άραγε που μπορούν να αμφισβητήσουν όσα έγραψε τότε ο Στίρνερ – εδώ και πάνω από δύο αιώνες; Απαντάμε αβίαστα όχι, δεν υπάρχει σχεδόν κανένας. Οι άνθρωποι πιστεύουν στη σταδιακή πρόοδο της ζωής τους. Θεωρούν επιπλέον πως απελευθερώθηκαν από τον θεό, αλλά στην πραγματικότητα είναι πια πιασμένοι θανάσιμα στα δίχτυα του τεχνοκρατικού καπιταλισμού και των εξουσιαστικών θεσμών του: κράτος, επιστήμη, εκπαίδευση, ενώ οι θρησκείες (ανάμεσά τους και η νέα «θρησκεία» που ακούει στο όνομα τεχνολογία) επανακάμπτουν πιο ακμαίες από ποτέ.

Όλες, μα όλες, οι ιδεολογίες αγγίζοντας το έσχατο όριο της εξουσιοφρένειας και της ψυχωτικής μεγαλομανίας, κατέρρευσαν παταγωδώς και τη θέση τους πήρε η σχιζοειδής παράνοια του «τίποτε» με μπόλικο «απ’ όλα». Ειδικότερα, στις λεγόμενες αναπτυγμένες χώρες της δύσης, όλοι σχεδόν γίνανε «καλλιτέχνες», «επιστήμονες», «αθλητές», «ποδοσφαιριστές», «σεφ», ακόμη δε και «επαναστάτες». Όλα αυτά τα «οψώνια» (κοινώς ψώνια), σερφάρουν αρειμανίως στο διαδίκτυο και διαλαλούν ασύστολα την πραμάτεια τους στο facebook και σε άλλες σελίδες «κοινωνικής δικτύωσης» (φυσικά, εξαιρέσεις υπάρχουν).

Και τώρα προσέξτε! Όλη αυτή η αλλοτρίωση του ανθρώπου δε σας φαίνεται ότι είναι ακριβώς η αντίστροφη υλοποίηση του εφιάλτη του Στίρνερ: η καρικατούρα του μαζικού ατόμου, που τόσο πολύ απεχθανόταν αυτός ο κήρυκας της ατομικής ελευθερίας. Ο Στίρνερ, που πίστευε ότι το να είμαι άνθρωπος (ή άλλο πράγμα) αντιτίθεται στο να είμαι εγώ• το ένα από τα δύο περισσεύει. Εάν δεν είμαι εγώ, είναι ένας Άλλος που είναι εγώ, όποιος κι αν είναι αυτός. Πρέπει λοιπόν να γίνω «ιδιοκτήτης» του εαυτού μου, στο μέτρο που επιτρέπει η δύναμή μου. Ό,τι ανήκει στη δύναμή μου – συνεχίζει να μας λέει ο Στίρνερ – ανήκει σ’ εμένα: ο καθένας πράττει σύμφωνα με τα μέσα του μέσα στην αυστηρή ισότητα των άνισων, των Μοναδικών Εγωιστών, ασύγκριτων. Ακόμη και η απελευθέρωση περιττεύει: κρύβει την επιθυμία να «σωθώ». Να απελευθερωθώ απ’ όλα, σημαίνει να αδειάσω απ’ όλα, ακόμη και από αυτά που μου είναι ευχάριστα. Είναι μια ιδέα επαναστατημένων σκλάβων που αναζητούν την παγκόσμια ισότητα των «κουρελήδων». Ενώ πρέπει να περάσω στον αντιανθρωπιστικό μηδενισμό. Όσο υπάρχει κάτι άλλο που είναι ξένο σ’ εμένα και ονομάζεται ιερό, δεν μπορώ να δημιουργήσω.

Η Αγία Αγορά ως σύγχρονο ιερό

Όπως διαπιστώνουμε, το όνειρο του Στίρνερ έχει πραγματωθεί στον σύγχρονο καπιταλισμό, αλλά με απόλυτα αντεστραμμένο τρόπο: δεν πέρασε βέβαια ως αντιανθρωπιστικός μηδενισμός, μα σαν απο-ανθρωπιστικός «μηδενισμός». Διότι, τι άλλο εκτός από απάνθρωπος μηδενισμός είναι η ποινικοποίηση κάθε επαναστατικού οράματος και κάθε χειραφετικού εγχειρήματος που επιχειρείται εκ μέρους της ψυχωτικής μεγαλομανούς (πολιτικής) εξουσίας και της μικρο-μεγαλομανούς αυλής της; Σύμπασα η αγοραία εκδοχή των σύγχρονων δυτικών κοινωνιών, που φετιχοποιούν στο έπακρο την εμπορευματοποίηση των πάντων, δεν είναι τίποτε άλλο παρά η αγία αγορά που εκχυδαΐζει και εκμαυλίζει την ανθρωπότητα. Έτσι, την οδηγεί σε μια παγκόσμια ισότητα «κουρελήδων» – μεταφορικά όμως τούτη τη φορά – που συνωστίζεται ως μάζα στην ψευδαίσθηση της εικονικής δημοκρατίας του ιντερνετικού μάτριξ. Και στο όνομα αυτής της αγίας αγοράς ξεπουλιέμαι και συγχρόνως ψωνίζομαι, όχι μόνο στη διαδικτυακή, αλλά και στην πραγματική (με ό,τι συνεπάγεται, τέλος πάντων η έννοια «πραγματικότητα») πλανητόσφαιρα.

Ο Στίρνερ στην εποχή του κατήγγειλε την παγίδα της θρησκείας στις ποικίλες μεταμορφώσεις της. Η σύγχρονη μεταμόρφωση της θρησκείας είναι η αγία αγορά και η «θεία» κατανάλωση. Πρόκειται για το σύγχρονο ιερό που δεν με αφήνει να δημιουργήσω πραγματικά. Ο Μαρξ με τη σειρά του κατήγγειλε, την ίδια περίπου εποχή, το Κεφάλαιο, αναλύοντάς το διεξοδικά. Και διαπίστωσε τη θρησκευτική αχλύ που το περιβάλλει, ως «φετιχικό χαρακτήρα των εμπορευμάτων». Ο Στίρνερ προτίμησε την «εγωιστική» αναρχική απελευθέρωση του ατόμου• ενώ ο Μαρξ προτίμησε την «κοινωνική» χειραφέτηση του ατόμου. Κακώς ο μηδενισμός και ο κοινωνισμός θεωρήθηκαν (και θεωρούνται) ασύμβατες έννοιες. Ίσα-ίσα, είναι διαλεκτικά ενάντιες έννοιες με σοβαρή προοπτική οριστικής («συνθετικής») εξύψωσής τους. Διότι ενώ τόσο το «άτομο» όσο και η «κοινωνία» είναι έννοιες-όροι μη επαρκώς προσδιορίσιμες (φανταστικές ολότητες), το ίδιο το μηδέν ούτε «τίποτα» είναι ούτε «καθόλου», άρα είναι «κάτι» που γεννάει το άπειρα μικρό και το άπειρα μεγάλο. Είναι δηλαδή κατά τι πιο προσδιορίσιμο, με την έννοια ότι όποιος φοβάται την έννοια του μηδενός, φοβάται συγχρόνως τις διαδικασίες της γέννησης/ανα-γέννησης και της δημιουργίας / ανα-δημιουργίας.

Ο Μαρξ και ο Ένγκελς, μέσα από το καυστικό τους έργο «Αγία Οικογένεια» θα σχολιάσουν αυστηρά τον Στίρνερ, αλλά ο Στίρνερ έχει ήδη απαντήσει εκ των προτέρων. Άρα, η Αγία Οικογένεια (Μπρούνο Μπάουερ, Λουδοβίκος Φόιερμπαχ, Μαξ Στίρνερ) δεν είναι και τόσο … «αγία» …

Η έξοδος

Ο σύγχρονος άνθρωπος επάνω σε τι να στηριχτεί; Σε τίποτε, ακριβώς• όπως και ο Στίρνερ τότε που έλεγε: είμαι όπως ο θεός, το τίποτε, απ’ όπου εξάγω τα πάντα. Βγαίνω από το χάος, όπου μπερδεύομαι με όλον τον υπόλοιπο κόσμο, διαφοροποιώντας τον εαυτό μου. Σήμερα θα μπορούσαμε να πούμε, αντίστοιχα: βγαίνω από την εικονική πραγματικότητα που μου έχει επιβληθεί• σβήνω το μάτριξ της ψευδαίσθησής μου και ανακαλύπτω τον πραγματικό μου εαυτό. Είμαι το δικό μου είδος, είμαι δίχως νόμο, δίχως κανόνα, δίχως υπόδειγμα – τα ίδια έλεγε και τότε ο Στίρνερ και πρόσθετε: η ζωή μου είναι χωρίς καθήκον, χωρίς ελπίδες, χωρίς έγνοια. Και σήμερα ακριβώς τα ίδια θα μπορούσαμε να πούμε: δίχως έξωθεν πρέπει, δίχως φρούδες ελπίδες, δίχως άγχος και στρες.

Το άτομο, λέει ο Στίρνερ, είναι το Μοναδικό απέναντι σε ένα Εσύ Μοναδικό• απορρίπτει λαό, κόμμα ή κράτος. Μόνον η σύμπραξη μπορεί να εγκαταστήσει μια σχέση ανάμεσα σε δύο εγωισμούς που η κοινωνία ταπεινώνει. Όμως και σήμερα, μπορούμε να ισχυριστούμε ακριβώς το ίδιο. Μόνο η αυτονομία, η αυτάρκεια του ατόμου, είναι σε θέση να ξηλώσει την κουρελού των τιποτένιων, αλλά και πληθωρικών συγχρόνως, μικροαστικών εγωισμών που φοράει τη μάσκα της «δημοκρατικής κοινωνίας». Να λοιπόν, που προκύπτει αβίαστα η έννοια του «δημιουργού ανθρώπου» (Νίτσε) που τόσο πολύ χρειάζεται η σύγχρονη εποχή.

21/11/2014

Ο ΜΑΡΞ ΜΕ ΜΑΤΙΑ ΕΡΜΗΤΙΚΑ ΑΝΟΙΚΤΑ

Από τον Νώντα Κουκά

Πρόλογος

Στην προ Χριστού εποχή της η φιλοσοφία, μπορούμε να πούμε, αναζητούσε τον εαυτό της. Η είσοδος του χριστιανισμού στο ιστορικό προσκήνιο της φιλοσοφίας φέρνει ένα απόλυτο, που άλλαξε ριζικά τα δεδομένα, τα θέματα και τη λειτουργία της φιλοσοφίας. Πολύ σχηματικά: ο χριστιανισμός επιδρά καταλυτικά στην καρδιά των θρησκειών που προϋπάρχουν, και μετασχηματίζει τις σχέσεις τους ως προς τη σφαίρα της φιλοσοφίας.

Κατά συνέπεια, αυτό που λέμε είναι ότι από την εποχή κατά την οποία η φιλοσοφία αναζητούσε τον εαυτό της, περνάμε στην εποχή κατά την οποία η φιλοσοφία επηρεάζεται καταλυτικά από τη χριστιανική διδασκαλία (χριστιανικό απόλυτο). Μιλάμε δηλαδή για δύο ιστορικές εποχές της φιλοσοφίας.

Η τρίτη εποχή εγκαινιάζει μια νέα αρχή που σηματοδοτεί την ιστορική περίοδο της κυρίαρχης λογικής. Ο Ντεκάρτ, ο Πασκάλ, ο Μαλμπράνς, ο Λάιμπνιτς, ο Σπινόζα, είναι οι κυριότεροι ίσως εκπρόσωποι αυτής της εποχής.

Ο Χιουμ – μαζί με τον προκάτοχό του Φ. Μπέικον, αλλά και τους σύγχρονους ομόλογούς του που εκπροσωπούν τον βρετανικό εμπειρισμό (Λοκ και Μπέρκλεϊ) – όπως και οι πασίγνωστοι Ρουσσώ και Καντ αποτελούν τους κυριότερους εκπροσώπους της τέταρτης εποχής της φιλοσοφίας – της κρίσιμης εποχής της λογικής.

Η πέμπτη εποχή οριοθετείται από τον γερμανικό ιδεαλισμό: απόλυτο και σύστημα. Ο Φίχτε, ο Σέλινγκ, ο Χέγκελ και ο (δανός) Κίρκεγκωρ, είναι οι απόλυτοι αγγελιαφόροι του.

Και έτσι περνάμε αισίως στην έκτη εποχή των νέων απολύτων που δεν είναι τίποτε άλλο παρά η φιλοσοφία που τολμά να βγει έξω από τον εαυτό της. Ο Κοντ, ο Στίρνερ, ο Φόυρεμπαχ, και βέβαια τόσο ο Μαρξ όσο και ο Νίτσε, είναι τα νέα απόλυτα της φιλοσοφίας – που έχει όμως ωστόσο αναιρεθεί ως τέτοια.

Ο «Κομμουνισμός» και η Αναρχία ως Διαλεκτική της Διαλεκτικής

Η αναγγελία του Μαρξ, ότι δεν κομίζει μια ακόμη φιλοσοφία αλλά έναν καινούριο τρόπο να φιλοσοφεί κανείς, δεν έτυχε της απαραίτητης προσοχής, με αποτέλεσμα την παρετυμολόγηση της ίδιας της σκέψης του. Διότι στην πραγματικότητα αναγγέλλει ευθαρσώς πως η θεωρία του (σημειωτέον, τον όρο «θεωρία» βάζει πρώτος ο Μαρξ – πριν από αυτόν δεν υφίσταται θεωρία αλλά θεώρηση) δεν είναι κυρίως ειπείν φιλοσοφία ούτε σύστημα (κλειστό) – όπως το ήθελε ο Χέγκελ – αλλά τρόπος («μέθοδος») να μπει στα ενδότερα της φιλοσοφίας της φύσης που – κατά τον Χέγκελ – είναι «η επιστήμη της ιδέας μέσα στην αλλοίωσή της» (Εγκυκλοπαίδεια, παρ. 17).

Συνεπώς, ο Μαρξ «δηλώνει» «φαινομενολόγος», που «αντιστρέφει» διαλεκτικά τη φιλοσοφία της φύσης ως «αλλοιωμένη επιστήμη της ιδέας» και τη μετατρέπει σε Φυσική (της φιλοσοφίας) ως γνήσια επιστήμη της ύλης – όμως προσοχή, της ύλης ως «φιλοσοφικής κατηγορίας» (Λένιν) και όχι της εκχυδαϊσμένης και χοντροκομμένης ύλης, την οποία πρεσβεύουν οι «φιλισταίοι» όλων των εποχών.

Έτσι, πρώτα απ’ όλα, ο Μαρξ σπάει το απόλυτο σύστημα του Χέγκελ, όχι όμως φαινομεναλιστικά (καντιανά) αλλά διαλεκτικά ( -«υλιστικά»), διατηρώντας, από την άλλη μεριά, την ανάλυση και το σύστημα της «προκαθορισμένης αρμονίας» του Λάιμπνιτς. Ας μην ξεχνάμε πως ο Λάιμπνιτς θεμελιώνει τις έννοιες του συστήματος και της δομής. Η κίνησή του αυτή προοικονομεί και τη διαλεκτική (κοσμο-) θεωρία του. Και είναι κοσμοθεωρία όχι γιατί είναι δογματική και αυστηρά αυτό-αναφορικώς νοούμενη συνεπής, αλλά επειδή, τηρουμένων των αναλογιών, παρουσιάζει την αν-αρχική α-συνέπεια του Λάιμπνιτς στον βασικό πυρήνα της.

Πράγματι, τόσο ο Λάιμπνιτς (αν και διαπρύσιος κήρυκας της «αρχής της ταυτότητας») όσο και ο Μαρξ, καταργούν στη σκέψη τους τον βασικό νόμο της δισθενούς λογικής «ναι/όχι». Δηλαδή, μια πρόταση είτε είναι αληθής είτε ψευδής – τρίτος δρόμος δεν υπάρχι. Αντίθετα, και ο Λάιμπνιτς και ο Μαρξ, από άλλους δρόμους φυσικά, δείχνουν πως υπάρχει και τρίτος δρόμος.

Εν πάση περιπτώσει, η σκέψη του Μαρξ διατρέχει τη νοητή γνωσιολογική αλυσίδα της λογικής στα τρία ιστορικά της στάδια: κυρίαρχη-κρίσιμη-απόλυτη• και καταλήγει στη φιλοσοφία έξω από τον εαυτό της, ως τρόπο θέασης της φύσης ως χώρου και της ιστορίας ως χρόνου. Άρα, η σκέψη του Μαρξ παγιώνει το πρόβλημα της συνείδησης και προοιμιάζεται τη φαινομενολογία και τον ερμηνευτικό δομισμό.

Το Ταξικό Ασυνείδητο του Πολιτισμού

Αυτό που δείξαμε ως τώρα είναι ο αναρχικός πυρήνας του (ανοικτού) συστήματος στο μαρξιανό θεωρητικό οικοδόμημα. Πρόκειται για μια διαλεκτική όχι μηχανιστικής αντιστροφής στη χεγκελιανή διαλεκτική• τουναντίον πρόκειται για μια διαλεκτική της διαλεκτικής της που την υπερβαίνει κριτικά, βάζοντας στον πυρήνα της τη μη-αποδειξιμότητα της συνέπειάς της. Πρόκειται δηλαδή για ένα ανοικτό σύστημα σκέψης που προϋποθέτει την εξής αρχή: για να είναι συνεπές ένα σύστημα πρέπει να είναι α-συνεπές. Ισοδύναμα: κανένα τυπικό κλειστό σύστημα δεν είναι συνεπές.

Δηλαδή κανένα τυπικό κλειστό συνεπές σύστημα δεν μπορεί να αποδείξει τη συνέπειά του. Μονάχα ένα ανοικτό, δηλαδή α-συνεπές, σύστημα μπορεί να αποδείξει τη συνέπειά του. Σας θυμίζει τίποτε αυτό; Καλά μαντέψατε, το Θεώρημα της Μη-Πληρότητας του Γκέντελ. Η διαλεκτική λοιπόν του Μαρξ βασίζεται ακριβώς σε αυτήν την εσωτερική θεμελίωση της αντίφασης (που βέβαια είναι και λογικά ανταγωνιστική): Συνεπές <—> μη-Συνεπές / [Άρση] —> Απόλυτη Αλήθεια («Συνθήκη/ Κατάσταση»).

Το πρόβλημα είναι πως ο Χέγκελ έχει πράγματι συσχετιστεί, από παρεξήγηση, με το πιο γνωστό ίσως πρότυπο της διαλεκτικής: Θέση <—> Αντίθεση / [Άρση] —> Σύνθεση. Όντως ο Χέγκελ αντιλαμβανόταν την ιστορία ως διαδικασία που τη χαρακτηρίζει η αντίθεση των αρνητικών σημασιών, όπως επίσης και οι εξυψωμένες στιγμές προόδου, αλλά ποτέ δεν τυποποίησε τη διαδικασία υπό όρους θέσεων και αντιθέσεων.

Έτσι, αυτό που μπορούμε να πούμε για τον Χέγκελ, είναι ότι έστω ακόμη και αν οι όροι «Θέση-Αντίθεση» τον αντιπροσωπεύουν, ο όρος «Σύνθεση» είναι τελείως παραπλανητικός. Στην πραγματικότητα, διακρίνουμε δύο «συνθέσεις» στη θέση της «Σύνθεσης». Μια μερικώς ανωφερή υπερβατική κίνηση: «Άρση» (Aufhebung), η οποία διαμορφώνει (ίσως) μια κατάσταση που είναι η κυριολεκτικά «εξυψωμένη» (Aufgehoben).

Και τώρα, η κρίσιμη παρατήρηση: εάν η άρση, που είναι δυναμική διαδικασία, μετατραπεί σε κυριολεκτικά εξυψωμένη, που είναι κατάσταση πλέον, αυτό εξαρτάται από το αν η θέση με την αντίθεση είναι όντως αντιφατική ή απλά αντιθετική. Ισοδύναμα: αν η αντίθεση είναι «εσωτερική» ή «εξωτερική». Στην πρώτη περίπτωση έχουμε ανταγωνισμό και η υπέρβαση είναι αναγκαία, δηλαδή εξυψωμένη άρση. Στη δεύτερη έχουμε αναγωγισμό, δηλαδή ενδεχομενικότητα «έξωθεν», επομένως η άρση εκδηλώνεται ως εξής: μπορεί να γίνει κατάσταση, μπορεί και όχι.

Μπορούμε να γράψουμε τα ίδια, κάνοντας λογική αυτή τη φορά, δηλώνοντας πως η εσωτερική αυστηρή και ανταγωνιστική αντίφαση είναι λογικής τάξης – πρόκειται δηλαδή για μια ολοκληρωτική αφαίρεση. Ενώ η εξωτερική, ενδεχομενική, αντίφαση είναι αντίθεση εμπειριοκρατικής τάξης. Η πρώτη τάξη, η καθαρά λογική, οδηγεί στο απόλυτο του σκληρού ντετερμινισμού. Η δεύτερη οδηγεί στην ενδεχομενικότητα του «τυχαίου» και της «συγκυρίας».

Ο Χέγκελ είναι ο απόλυτος (αντικειμενικός) ιδεαλιστής. Για αυτό προτείνει την άτεγκτη συνέπεια της ανταγωνιστικής αντίφασης (της απόλυτης λογικής). Αν όμως τολμήσουμε να αναγνωρίσουμε και να διαλεκτικοποιήσουμε την αναμέτρηση ανάμεσα στη λογική αντίφαση και την ενδεχομενική αντίφαση, τότε τι θα πούμε; Ποια μπορεί να είναι η άρση τους;

Σίγουρα η σύγκρουση συνεπές – όχι συνεπές, μερικώς εξυψωμένη, είναι η α-συνέπεια (δηλαδή ο «κομμουνισμός» ως διαδικασία)• και κυριολεκτικώς εξυψωμένη είναι η αν-αρχία ως κατάσταση. Η αναρχία ως τελείως εξυψωμένη άρση δεν μπορεί να είναι παρά η άναρχη ελευθεριακή μονάδα που υπερβαίνει τόσο την έννοια της αρχής όσο βέβαια και την έννοια του τέλους. Πρόκειται λοιπόν για ένα απόλυτα ανοικτό/κλειστό σύστημα όσο και αν αυτό ακούγεται ως αντίφαση στους όρους του.

Κάτι τέτοιο μάλλον σηματοδοτεί και ο όρος «διαλεκτικός υλισμός» του Μαρξ και του Ένγκελς, παρότι ο όρος αυτός δεν είναι καθόλου δικό τους δημιούργημα. Γεννήθηκε από τον ρώσο μαρξιστή Γκεόργκι Πλεχάνοφ. Όπως, ειρήσθω εν παρόδω, ο μεγάλος ποιητής φον Σίλερ ήταν εκείνος που ανέπτυξε το πρότυπο του καθιερωμένου διαλεκτικού σχήματος θέση/αντίθεση/σύνθεση, και ακολούθως, ένας σημαντικός φιλόσοφος, ο Φίχτε το επεξεργάστηκε με τόλμη.

Πάντως ο Ένγκελς – και όχι ο Μαρξ – ήταν αυτός που χαρακτήριζε τόσο τη δική του σκέψη όσο και του Μαρξ ως «υλιστική διαλεκτική» και την αντιπαρέθετε στην «ιδεαλιστική διαλεκτική» των εγελιανών.

Ο ίδιος ο Μαρξ όχι μόνο δεν τυποποίησε τον ζωντανό πυρήνα της σκέψης του, όχι μόνο άφησε το θεωρητικό του έργο ερμητικά ανοικτό, αλλά και από πάνω αναποδογύρισε και περιέστρεψε τον λογικό πυρήνα της χεγκελιανής διαλεκτικής. Άρα, δεν μπορούμε πια να μιλάμε για ορθολογισμό ή όχι της ιστορικής διαδικασίας. Η θεμελιώδης και ανυποχώρητη στάση του Μαρξ απέναντι στην κατανόηση του πραγματικού, υπερβαίνει και κάθε ορθολογική και κάθε εμπειρική, αλλά και κάθε σύγχρονη στρουκτουραλιστική κατασκευή της γνώσης.

Υπερβαίνει ακόμη και την ίδια τη φιλοσοφία της φιλοσοφίας, ως αλλοτριωμένη γλώσσα. Μονάχα ως θεωρητικό της υποψίας μπορούμε να τον αναγνώσουμε (όπως και τον ίδιο τον Φρόυντ) και ως Αναρχικό θεωρητικό και πρακτικό σφόδρα πολέμιο της Ιδεολογίας, που η δουλειά της είναι να συσκοτίζει την ανθρώπινη συνείδηση.

Εντέλει, ο Μαρξ εγκαινιάζει το νέο παράδοξο: μια νέα φιλοσοφία που δεν προσποιείται τη φιλοσοφία και κάνει τη φιλοσοφία ανέφικτη.

ΥΓ: Το ίδιο όμως δεν κάνει και η ψυχανάλυση; Είναι μια νέα «ψυχολογία» που δεν προσποιείται την ψυχολογία και που κάνει την ψυχολογία ανέφικτη. Άλλωστε, περνώντας σε μια αναλογία, θεωρούμε πως η οικονομική υποδομή στη μαρξιανή κοσμοθεωρία λειτουργεί όπως σχεδόν το φροϋδικό ασυνείδητο, το οποίο προσδιορίζει το περιεχόμενο του συνειδητού μας και, μάλιστα, δίχως καν να το αντιλαμβανόμαστε.

Έτσι λοιπόν, από το σημείο αυτό και έπειτα, μπορεί να ξεκινήσει η Αναρχία (δίχως «αναρχισμό»).

7/11/2014

ΜΙΑ ΑΝΑΡΧΙΚΗ ΑΝΑΓΝΩΣΗ ΤΟΥ ΜΑΡΞ

Από τον Νώντα Κουκά

Η Κριτική

Στον Πρόλογο της Συμβολής στην Κριτική της Πολιτικής Οικονομίας ο Μαρξ μεταξύ άλλων σημειώνει: «… Το τι είναι οι άνθρωποι δεν καθορίζεται από τη συνείδησή τους αλλά, αντίστροφα, το κοινωνικό τους είναι καθορίζει τη συνείδησή τους. Όταν φτάσει σε ένα ορισμένο βαθμό η ανάπτυξη των παραγωγικών δυνάμεων της κοινωνίας, αυτές οι δυνάμεις έρχονται σε αντίφαση με τις παραγωγικές σχέσεις που υπάρχουν ή, για να χρησιμοποιήσουμε τη νομική γλώσσα, με τις σχέσεις της ιδιοκτησίας, που μέσα σε αυτές είχαν μέχρι τότε κινηθεί… Όταν μεταβάλλεται η οικονομική βάση ανατρέπεται λιγότερο ή περισσότερο, γοργότερα ή βραδύτερα, ολόκληρο το τεράστιο εποικοδόμημα. Όταν αντικρίζουμε τέτοιου είδους ανατροπές, πάντα θα πρέπει να ξεχωρίζουμε την υλική ανατροπή των οικονομικών όρων της παραγωγής – που πρέπει να την εξακριβώσουμε πιστά με τη βοήθεια των φυσικών επιστημών – από τις νομικές, πολιτικές, θρησκευτικές, καλλιτεχνικές ή φιλοσοφικές μορφές, κοντολογίς από τις ιδεολογικές μορφές, μέσα από τις οποίες συνειδητοποιούν οι άνθρωποι αυτή τη σύγκρουση και την αποτελειώνουν. Όπως όταν θέλουμε να κρίνουμε ένα άτομο δεν το κάνουμε από το τι ιδέα έχει για τον εαυτό του, έτσι και μια εποχή ανατροπής δεν μπορούμε να την κρίνουμε από τη συνείδηση που έχει για τον εαυτό της. Αυτήν τη συνείδηση πρέπει να την εξηγήσουμε με τις αντιφάσεις της υλικής ζωής, με τη σύγκρουση που υπάρχει ανάμεσα στις κοινωνικές παραγωγικές δυνάμεις και στις παραγωγικές σχέσεις».

 

Ο στοχαστής-συγγραφέας Ernesto Laclau, στο έργο του New Reflections on the Revolution of Our Time, ασκώντας τη μετα-μαρξική κριτική του σημειώνει:

«Αν συγκρίνουμε το παράθεμα αυτό (δηλαδή το παραπάνω) με ένα άλλο πασίγνωστο μαρξικό κείμενο, το Κομμουνιστικό Μανιφέστο, μια ουσιαστική διαφορά εμφανίζεται στον ορίζοντα. Ενώ στο τελευταίο υποστηρίζεται ότι “η ιστορία κάθε κοινωνίας ως τα σήμερα είναι ιστορία ταξικών αγώνων”, στον Πρόλογο της Συμβολής, η πάλη των τάξεων είναι παντελώς απούσα. Η ιστορία στο απώτερο προσδιοριστικό της επίπεδο εξηγείται αποκλειστικά με βάση την αντίφαση ανάμεσα στις παραγωγικές δυνάμεις και τις σχέσεις παραγωγής. Πώς είναι δυνατόν να συναρθρώνονται λογικά αυτές οι δύο στιγμές – από τη μια μεριά η αντίφαση ανάμεσα στις σχέσεις παραγωγής και τις παραγωγικές δυνάμεις και, από την άλλη, η πάλη των τάξεων (η οποία σύμφωνα με τον Μαρξ λαμβάνει στην αστική κοινωνία την απλουστευμένη μορφή της σύγκρουσης ανάμεσα στη μισθωτή εργασία και το κεφάλαιο);».

Από εδώ και πέρα, ο Laclau αποπειράται μια σοβαρή προσπάθεια ανασκευής αυτής της αντίφασης, αλλά και γενικότερα (μαζί με τη Chantal Mouffe) την κριτική υπέρβαση της μαρξικής θεωρίας, πιστεύοντας όμως εσφαλμένως πως αυτή η υπέρβαση θα έρθει τόσο από τη λακανική ψυχανάλυση και τη φουκωική γενεαλογία, όσο και από τη μετα-αναλυτική φιλοσοφία, την αποδόμηση και τον μετα-στρουκτουραλισμό.

Η Κριτική της Κριτικής

Είναι εκπληκτικό το πόσο οι «μοντέρνοι» και οι «μεταμοντέρνοι» καιροί έχουν επιβάλει απ’ άκρου εις άκρον τον φορμαλισμό του θετικισμού. Ολόκληρο το σώμα του τυπολογικού επιστημονισμού (θεωρητικού και εφαρμοσμένου) έχει κυριολεκτικά διαμελιστεί από τον σχετικισμό σε όλες τις εκφάνσεις του. Εξάλλου αυτός δεν είναι ο (εργαλειακός) ορθολογισμός του ύστερου διαφωτιστικού προτάγματος;

Δυστυχώς, για όλους τους τεχνοκράτες παντός καιρού, είτε αυτοί βρίσκονται στη λεγόμενη θετική είτε στη λεγόμενη θεωρητική ζώνη της επιστήμης, ο Μαρξ δεν είναι ούτε θετικός ορθολογιστής ούτε εμπειριστής, και ούτε βέβαια ανορθολογιστής. Είναι διαλεκτικός (υλιστής), δηλαδή αρνητικά «ορθολογιστής».

Μετά τον Hegel κάθε φιλοσοφική θεωρία που θα εμφανιστεί δεν μπορεί βέβαια παρά να είναι αναπόφευκτα αμφισβήτηση της φιλοσοφίας. Και αυτό ακριβώς κάνουν ο Φόυερμπαχ, ο Στίρνερ, ο Κοντ, αλλά και ο ίδιος ο Μαρξ.

Ακριβέστερα, η μαρξιανή φιλοσοφία είναι μια φιλοσοφία έξω και πέρα από τη φιλοσοφία. Ή, καλύτερα, μια φιλοσοφία έξω από τον εαυτό της: η φιλοσοφία δεν είναι πια ένα πρόβλημα φιλοσοφικής φύσης, αλλά μια φιλοσοφία της δράσης που πρέπει να λύσει το οικονομικό πρόβλημα πρακτικά. Αυτό είναι το Απόλυτο του Μαρξ.

Συνεπώς ο Μαρξ είναι ο πρεσβευτής του νέου «απόλυτου», όχι βέβαια με τη μορφή του ψυχωτικού δόγματος, αλλά με την έννοια της από-λυσης (άλλωστε, το απόλυτο ετυμολογείται από το απολύω), της απολύτρωσης της Αλήθειας από τη χυδαία σχετικοποίησή της (: οι πολλές επιμέρους «αλήθειες»). Δεν υπάρχουν αλήθειες «ορθολογικές» ή «ανορθολογικές» κατά πώς συμφέρει τη συνείδηση καθενός, αλλά υπάρχει Αλήθεια που έρχεται από το αρνητικό «Εδώ» – από το «Αλλού»: από την αθέατη πραγματικότητα.

Αυτή όμως η «Αλήθεια» προκύπτει αναγκαίως από την Οικονομία, που δεν είναι παρά η ίδια η φιλοσοφία της φύσης εκδηλωμένη στο γήινο κοσμικό γίγνεσθαι. Η ταξική συνείδηση είναι υπάλληλη έννοια της κοινωνικής συνείδησης – κι έτσι τη βλέπει ο Μαρξ.

Η πρώτη αφορά στην ad hoc (επί τούτω) δράση επί του πραγματικού (ιστορικού) παράγοντα• η δεύτερη μετέχει της κοσμικής συνείδησης και είναι ο διάμεσος όρος προς την ταξική συνείδηση. Για αυτό η ταξική συνείδηση αναφέρεται στο Κομμουνιστικό Μανιφέστο ως ad hoc πολιτική δράση.

Ενώ στον Πρόλογο δηλώνεται η ευρύτερη έννοια: «κοινωνική συνείδηση» (που εμπεριέχει όπως είπαμε την ταξική συνείδηση) ως εκτατική έννοια κοινωνικών σχέσεων. Κοντολογίς, η ταξική συνείδηση είναι συνθήκη in stricto sensu (υπό  στενή έννοια) σε σχέση με την κοινωνική συνείδηση, που είναι in lato sensu (υπό  ευρεία έννοια) αναφορικά με την ταξική συνείδηση.

Θα επανέλθουμε.

31/10/2014

List der freiheit

[Η πονηριά της ελευθερίας]

Από τον Νώντα Κούκα

Αν για κάτι μπορούμε να είμαστε σίγουροι, αυτό είναι η διαπίστωση που θέλει την ιστορία να καταργεί σχεδόν πάντοτε την ανθρώπινη φιλοδοξία. Αν και υποτίθεται πως η ιστορία δεν είναι φαινόμενο της φύσης αλλά την έφτιαξε και εξακολουθεί να την φτιάχνει ο ίδιος ο άνθρωπος για λογαριασμό του, εκείνη ωστόσο στο τέλος τον πληγώνει και κατασυντρίβει τα όνειρά του. Ο άνθρωπος λοιπόν είναι ον ιστορικό, όμως βιώνει τραγικά τη σύγκρουσή του με την ιστορία.

Μπορεί για τον Hegel η ιστορία να είναι μια διαρκής φανέρωση του Πνεύματος, που επιτυγχάνει τον σκοπό του μέσω της «πονηριάς του Λόγου» (list der Vernunfτ), ωστόσο ο θνητός άνθρωπος βιώνει οδυνηρά τούτη την κατεργαριά της ιστορίας ως list der freiheit – πονηριά της ελευθερίας (του). Και παρότι είναι ιστορικό ον, ο άνθρωπος δεν μπορεί να αποτινάξει το βάρος του (ιστορικού) καταναγκασμού του ή να αποποιηθεί τις ευθύνες του για αυτήν.

Ούτε, από την άλλη μεριά, μπορεί να συναινεί στην άτεγκτη χρησιμοποίησή του από μια ανελέητη και απάνθρωπη ιστορική διαδικασία. Νιώθει ότι χάνει την αξιοπρέπειά του και κυρίως την ίδια την ελευθερία του. Ιδού λοιπόν το μέγα ερώτημα: πώς συμβιβάζεται η ανθρώπινη ελευθερία με τον καταναγκασμό της ιστορικής αναγκαιότητας;

Για να απαντήσουμε (όσο απαντήσουμε) στο εν λόγω ερώτημα, οφείλουμε να εξετάσουμε πιο αναλυτικά τους δύο όρους του προβλήματος – την ιστορική αναγκαιότητα και την ελευθερία (γενικότερα). Καταρχάς, τίθεται ένα υποερώτημα: η ιστορία έχει ή δεν έχει νόμους; Η απάντηση είναι αβίαστα καταφατική: και βέβαια διέπεται από νόμους μια και είναι αναγκαία (έχει τη μορφή αναγκαιότητας). Τώρα όμως, χρειάζεται μεγάλη προσοχή, διότι οι όροι «νόμος-αρχή-κανόνας» είναι η συνθήκη που βάζει η ανθρώπινη διάνοια για να τιθασεύσει οποιαδήποτε κοσμική διαδικασία δεν κατανοεί εντελώς.

Λέμε για παράδειγμα: οι δυνάμεις της φύσης (ή του ορατού σύμπαντος) είναι τέσσερις (4) – η βαρυτική, η ηλεκτρομαγνητική, η ασθενής και ισχυρή πυρηνική δύναμη. Ναι, αλλά τόσο ο όρος «δύναμη» όσο και οι όροι «φύση-σύμπαν» έχουν πρόβλημα• με την έννοια ότι ποτέ δεν έχουν αποδειχθεί αυτοί καθεαυτοί – είναι απλά η ανθρώπινη συνθήκη μέσω της οποίας προσεγγίζεται ιστορικά σε κάθε εποχή, η εκάστοτε γνωσιακή εξέλιξη της ανθρωπότητας. Πρόκειται λοιπόν για έννοιες που δανειζόμαστε από την εννοιολογική φαρέτρα της (διαχρονικής) ανθρώπινης διάνοιας για την ερμηνεία της πραγματικής πραγματικότητας. Άρα, κάθε «νόμος» και κάθε «αρχή» δεν είναι παρά(και) ερμηνείες του ανθρώπου. Ακόμη και η περίφημη αρχή της αιτιότητας δεν είναι παρά (και) ανθρώπινη ερμηνεία του κόσμου – δηλαδή ποτέ δεν έχει αποδειχτεί ότι υπάρχει αυτή καθεαυτή, «εκεί έξω».

Ύστερα από όλα αυτά, καταλαβαίνουμε πως και η ίδια η ιστορία έχει ανάλογους νόμους και αρχές, που όμως δεν είναι αιωνίως στατικές, αλλά υπόκεινται στην έννοια του χρόνου, δηλαδή κινούνται και επιδέχονται την ανθρώπινη ερμηνευτική δυναμική. Τούτο συνεπάγεται ότι ναι μεν αυτοί οι νόμοι της ιστορίας υπερβαίνουν την ανθρώπινη συνείδηση, όμως από την άλλη μεριά – μέσω της ανθρώπινης συνείδησης – και μπορούν να βελτιωθούν και μπορούν να αλλάξουν. Για παράδειγμα η «σκοτεινή» νευτώνεια βαρύτητα έδωσε τη θέση της στη «φωτεινότερη» αϊνστάνεια γεωμετρικοποίηση του χώρου – καμπύλωση του χωροχρόνου. Ουσιαστικά όμως μιλάμε για την ίδια έννοια: «βαρυτική δύναμη». (Απλώς να ενημερώσουμε, πως τώρα πια μπορούμε να μιλάμε για ένα βήμα παραπάνω από την αϊνστάνεια αντίληψη, που λαμβάνει χώρα αυτή τη στιγμή στους κόλπους της θεωρητικής φυσικής, σχετικά με την έννοια της βαρύτητας.)

Το ιστορικό «γίγνεσθαι» είναι η μικρογραφία του κοσμικού «γίγνεσθαι». Κατά συνέπεια, τόσο στο πρώτο όσο βέβαια και στο δεύτερο «γίγνεσθαι», ο μέγας κοσμικός νόμος – η διαλεκτική κίνηση και ο νόμος των αντιθέτων – κυριαρχεί απολύτως. Αρκεί να μπορούμε να διεισδύουμε από τα φαινόμενα στο βάθος των πραγμάτων. Στην κοινωνία ο (κοσμικός και ιστορικός) αυτός νόμος της διαλεκτικής ενσαρκώνεται στις οικονομικές αντιθέσεις – στην πάλη των τάξεων, της οποίας η γενεσιουργός αιτία εντοπίζεται στη μεταβολή που επέρχεται στις παραγωγικές δυνάμεις.

Και τώρα πια, ήρθε η στιγμή να αντιμετωπίσουμε το κρίσιμο ζήτημα της ελευθερίας, που διχοτομείται εκ των ιδίων πραγμάτων σε καθολική απελευθέρωση, από τη μια, και σε ατομική ελευθερία, από την άλλη. Ο Hegel θεωρούσε τη φιλοσοφία του ως φιλοσοφία της ελευθερίας. Ήταν μια φιλοσοφία του πνεύματος και ακριβώς για την κατανόηση του πνεύματος κατέστησε την ελευθερία ουσιώδη ορισμό του. Έτσι λοιπόν, για τον Hegel η ελευθερία ήταν μια αναγνωρισμένη αναγκαιότητα, δηλαδή ήταν προϊόν της αναγκαιότητας: η ελευθερία του Hegel είναι ελευθερία του καθολικού – όχι του ατομικού. Σε τελική ανάλυση το καθολικό πνεύμα είναι ελεύθερο και όχι ο συγκεκριμένος ατομικός άνθρωπος που προσφέρεται θυσία στο καθολικό πνεύμα. Βέβαια, κάπως έτσι, μπορεί να ευσταθεί η κριτική που απευθύνεται στον Hegel, ότι κατά βάση αρνήθηκε την ελευθερία. Ας σημειωθεί πάντως, πως ο Hegel εναντιώθηκε με μια έννοια στο καντιανό έργο γενικότερα. Πράγματι ο Kant αναγνώρισε την ελευθερία περισσότερο από κάθε άλλο φιλόσοφο. Σε γενικές πάντως γραμμές, τόσο η χεγκελιανή όσο και η αντίστροφη μαρξιανή διαλεκτική, δέχεται τα πυρά της κριτικής για την παραγκώνιση της ατομικής ελευθερίας προς χάρη της συλλογικής.

Η εννόηση της ελευθερίας

Τώρα όμως γεννιέται το επίμαχο ερώτημα: πώς νοούμε την ελευθερία; ως έννοια πέρα ως πέρα τυπική, δηλαδή εντελώς κενή και άρα ελευθέρια και πολύ εύκολη; Ή ως δημιουργική πράξη του ανθρώπου, που δεν λειτουργεί στον κενό χώρο και άρα αντιμετωπίζει στιβαρά την αντίσταση της συμπαγούς και υπέρτερης αναγκαιότητας της φύσης και της ιστορίας;

Στην πρώτη περίπτωση, έχουμε την εγωιστική μικροαστική και μίζερη ελευθερία η οποία, ως τέτοια, τελικά διαλύεται. Στη δεύτερη περίπτωση η ελευθερία απαιτεί θυσία και αυτοθυσία• και γι’ αυτό εντέλει προκρίνεται ως αυτοβεβαίωση.

Πιο πάνω γράψαμε ότι το ιστορικό γίγνεσθαι είναι μια μικρογραφία του κοσμικού, και ότι και στα δύο γίγνεσθαι κυριαρχεί η διαλεκτική κίνηση. Μόνο που τώρα πρέπει να προσθέσουμε ότι ο ιστορικός χρόνος αντιδιαστέλλεται από τον κοσμικό χρόνο. Ή, για να το γράψουμε αλλιώς, το πραγματικό (ο ιστορικός χρόνος) αντιδιαστέλλεται από τον ιδεατό (τον κοσμικό χρόνο). Επομένως, αν το πραγματικό είναι η αναγκαιότητα (κυρίως), τότε πράγματι έρχεται σε σύγκρουση με το ιδεατό, που είναι η ελευθερία αυτή καθεαυτή (εννοείται πως αφήνουμε εκ προοιμίου έξω από τη συζήτησή μας την παραστρατημένη ελευθερία, δηλαδή την ελευθερία που χρησιμοποιείται συνειδητά για ευτελείς σκοπούς).

Να λοιπόν πώς η φιλοσοφία της ιστορίας συνδέεται με τη θεμελιώδη αντινομία ανάμεσα στην ελευθερία και την αναγκαιότητα• ανάμεσα στην ελευθερία που έρχεται από έναν άλλο χώρο-κόσμο, τον κοσμικό-ιδεατό, με την ελευθερία που γεννιέται στον αυτόχθονα ιστορικό χωροχρόνο. Αυτό, αν θελήσουμε να το αφηγηθούμε με λογοτεχνικότητα, είναι το πρόβλημα του ανθρώπου που καλείται να επιλέξει ανάμεσα στην ελευθερία και στην ιστορική του μοίρα.

Εντέλει, η ιστορία δεν καταργεί μονάχα τη φιλοδοξία του ανθρώπου, όπως γράψαμε στην αρχή, αλλά και τα πιο καλοπροαίρετα όνειρά του. Είθε να μην ξεχάσουμε ποτέ με ποιον άθλιο τρόπο τα ευγενέστερα όνειρά των ιδεαλιστών για μια καλύτερη κοινωνία κατέληξαν σε εγκληματικές πράξεις. Ο εξωμότης και ξεχασμένος J J Rousseau (Ζ Ζ Ρουσσώ) δεν φαντάστηκε ποτέ πόσο θα κακοποιούνταν οι ιδέες του από τους Γιακωβίνους. Ούτε ο Μαρξ θα διανοούνταν ποτέ πώς θα εφαρμοζόταν η θεωρία του από τους σταλινικούς όλων των αποχρώσεων. Αλλά και ο Nietzsche (Νίτσε) θα προέβλεπε ποτέ πως οι ιδέες του θα γαλουχούσαν τον γερμανικό ρατσισμό και ότι θα υπηρετούσαν την πραγματοποίηση μιας ιμπεριαλιστικής θέλησης για δύναμη;

ΥΓ: Βέβαια ο Μαρξ, για να είμαστε ακριβοδίκαιοι, δεν αρκείται να καταδείξει μονάχα τη διαλεκτική κίνηση που πρωτοστατεί στο ιστορικό και κοσμικό γίγνεσθαι, αλλά επιχειρεί ταυτόχρονα να συνδέσει το πραγματικό (το ιστορικό) και το ιδεατό (το κοσμικό) σε μια αδιάσπαστη ενότητα• δηλώνοντας ότι ο «μετασχηματισμός» του πρώτου στην ανθρώπινη συνείδηση, δεν θα πρέπει να εκληφθεί ως μια παθητική διαδικασία η οποία επιβάλλεται από έξω και τελείως ανεξάρτητα από τη θέληση των ανθρώπων. Αντίθετα, ο άνθρωπος είναι δυναμικός παράγοντας που συμβάλλει στην ιστορική πορεία• και τελικά καθορίζει ο ίδιος τη μοίρα του, όχι αυθαίρετα αλλά κάτω από όρους που μπορεί ο ίδιος, στη δεδομένη στιγμή, να επιλέγει.

 Προσέξτε τώρα πόσο εξυψώνει ο Μαρξ την κοινωνική συνείδηση του ανθρώπου• τη θεωρεί κατά βάση στοιχείο του ιδεατού, του κοσμικού παράγοντα, αν βέβαια και ο ίδιος θελήσει κάποτε να την ξυπνήσει από τον ιστορικό της λήθαργο…

Και το τελευταίο ερώτημα: ειλικρινά πόσοι έχουν αντιληφθεί τούτο το σπουδαιότερο ίσως σημείο της μαρξιανής κοσμοθεωρίας;

27/10/2014