Η Εξομοίωση

Από τον Νώντα Κουκά

Ο Σχεδιασμός

Οι  προσομοιώσεις εκτελούνται επί τη βάσει ενός συγκεκριμένου σχεδίου. (Αυτό όμως σημαίνει ότι υπάρχει κάποιος δημιουργός / χειριστής που δρομολογεί και χειραγωγεί τη διαδικασία της προσομοίωσης;) Οσο δε για τους ίδιους τους προσομοιωμένους «χαρακτήρες», μπορεί να είναι τόσο ευφυή ρομπότ σε πραγματικά σώματα που βρίσκονται σε αλληλεπίδραση με τον περβάλλοντα κόσμο τους, όσο και προσομοιώσεις με σώματα απολύτως εικονικά, οι ζωές των οποίων εκτυλίσσονται στην εικονική πραγματικότητα εξαιρετικά ισχυρών υπολογιστών.

Οι <<στιγμές παρατηρητή>>

Και στις δύο ως άνω περιπτώσεις, οι «στιγμές παρατηρητή» κάποιων τέτοιων προσομοιώσεων πιθανόν να γεννούν την υποκειμενική αίσθηση, ίδια ακριβώς με αυτή που διαθέτουμε εμείς τώρα.

Ισοδύναμη — αλλά πιο μαθηματικοποιημένη — πρόταση: οι »στιγμές παρατηρητή» δεν είναι παρά στιγμιοτυπικά καρέ ολόκληρου του παζλ της επίγνωσης, όπου το στοιχειώδες bit πληροφορίας που αφορά στη θολή έννοια της «συνείδησης», μέσα από αυτή τη διαδικασία, σταδιακά ξεθολώνει και αναδύεται το φαινόμενο της αυτεπίγνωσης.

Η παρένθεση προς την Εξομοίωση

Ηδη, έτσι όπως φαίνεται από ό,τι έχουμε γράψει μέχρι τώρα, η επίγνωση εμφανίζεται ως παρένθεση της προσομοίωσης, αρχής γενομένης από την αναστροφή της χωροειδούς πληροφορίας και της μετάλλαξής της σε ψευδαισθητική ροή του χρόνου. Οταν δηλαδή έχουμε αλλαγή χωρικής φάσης και τοπολογική ένδειξη καμπύλου χωροχρόνου.

Ας κάνουμε μια διανοητική άσκηση. Φανταζόμαστε έναν κβαντικό υπερυπολογιστή να λαμβάνει δέσμες κβαντωμένων πληροφοριών από το μέλλον, να τις επεξεργάζεται, να τις αναλύει στο παρόν και να τις μετατρέπει σε «πραγματικό» παρελθόν. Ο εν λόγω q(uantum) bit υπολογιστής δεν κατατρύχεται από την (ψυχολογική) αβεβαιότητα «είτε το ένα είτε το άλλο». Πραγματώνει και υλοποιεί και το ένα και άλλο, όπως και κάθε γεγονός που πλαισιώνει και τα δύο.

Ουσιαστικά, η κεντρική πληροφορία που λαμβάνει ο κβαντικός υπολογιστής μας από τον «ανώνυμο» πληροφοριοδότη του είναι: «υλοποίησε διακριτά και οικονομικά το μέλλον σε παρελθόν».

Η εντολή «διακριτά και οικονομικά» μεταφράζεται από τον υπερυπολογιστή μας ως συνεχής/ αναλογική/ άπειρη ροή. Γιατί; Διότι καθετί που είναι διακριτό και μη διακριτό μαζί (είπαμε ότι ή το ένα ή το άλλο είναι κάτι άγνωστο για αυτόν) αλλά και οικονομικό και μη οικονομικό μαζί, δεν είναι τίποτε άλλο παρά η ίδια η έναρξη του βέλους του χρόνου, μια κατεύθυνση (διάνυσμα) προκειμένου το μέλλον της πληροφορίας να μετατρέπεται σε παρελθοντικό τετελεσμένο μέλλοντα της ανάμνησής της. Ισοδύναμα, από όλη αυτή τη διαδικασία προικοδοτείται μια γραμμική βάση δεδομένων μνήμης όπου τα πράγματα γίνονται τέτοια, δηλαδή ορατά και απτά, επειδή η (μελλοντική) πληροφορία συμπαγοποιείται ως (παρελθοντική – προβολική) μνήμη.

Μια πολύ συμπιεσμένη μαθηματική πληροφορία όταν εισαχθεί σε έναν τέτοιο υπολογιστή μπορεί να παραγάγει ένα «άπειρο» πλήθος δεδομένων κατά την έξοδό της. Το πρόβλημα τώρα που ανακύπτει στο παραπάνω νοητικό πείραμα, είναι η διεύθυνση στο «βέλος» του χρόνου. Εκ των ιδίων πραγμάτων, ο υπολογιστής κείται αναγκαστικά επάνω σε μια ελαχιστοτική επιφάνεια. Δηλαδή, τοπολογικά μιλώντας, είναι πάνω σε μια επιφάνεια το εμβαδόν της οποίας είναι «τοπικά ελαχιστοποιημένο» και δεν μπορεί να μειωθεί αντικαθιστώντας μικρά τμήματα με οποιαδήποτε άλλη γειτονική επιφάνεια στον ίδιο τον περιβάλλοντα χώρο (υποβάθρου). Επομένως, η πληροφορία που μπορεί να επεξεργαστεί ο υπολογιστής μας είναι αναγκαστικά χρονοειδής αφού διαθέτει μια κάποια έστω ελάχιστη επιφάνεια και άρα ενέργεια χαμηλότερη από αυτήν της καθαρής πληροφορίας. Η οποία, όπως συνάγεται, είναι χωροειδής και τρέχει σε φανταστικό χρόνο, βρίσκεται δηλαδή παντού ταυτόχρονα.

Αφού λοιπόν το σχήμα ελάχιστου εμβαδού αντιστοιχεί στην κατάσταση με τη χαμηλότερη ενέργεια, διαθέτει προφανώς μηδενική επιφανειακή τάση. Ισοδύναμα, μπορούμε να πούμε πως η μέση καμπυλότητά της είναι μηδέν. Φαίνεται λοιπόν ξεκάθαρα πως ο υπερυπολογιστής μας δεν μπορεί να διαχειριστεί την άπειρη ενέργεια της καθαρής πληροφορίας στο πλαίσιο του φανταστικού διανυσματικού χρόνου της. Διότι, όπως γράψαμε, μόνο χρονοειδή πληροφορία χαμηλότερης ενέργειας μπορεί να διαχειριστεί και, ως εκ τούτου, δεν μπορεί να υπερβεί το φράγμα του φωτός. Υπάρχει λύση σε αυτό;

Ναι, υπάρχει λύση αν η ελαχιστοτική επιφάνεια του υπερυπολογιστή μας μετασχηματιστεί σε κλειστό βρόχο χωροχρονικής σύνθεσης. Έτσι, χώρος και χρόνος συμπλέκονται άρρηkτα από τη μια, ενώ από την άλλη επιτυγχάνεται η αρχή της ολονομίας μέσω της οποίας μπορεί τώρα πια να αλλάξει η φορά του φανταστικού βέλους του χρόνου και να δείχνει πια από το παρελθόν προς το μέλλον. Η έννοια της ολονομίας είναι βασική στη διαφορική γεωμετρία. Σχετίζεται με την καμπυλότητα και αφορά στη μετακίνηση διανυσμάτων κατά ένα παράλληλο τρόπο πάνω σε ένα κλειστό βρόχο. Η ολονομία μιας επιφάνειας (ή μιας πολλαπλότητας), σε αδρές γραμμές, αποτελεί μέτρο του βαθμού στον οποίο μετασχηματίζονται τα εφαπτόμενα διανύσματα καθώς διαγράφουν βρόχο πάνω στην επιφάνεια.

Η Ισοδυναμία

Θα τελειώσουμε διατυπώνοντας μια ισοδύναμη αλλά πιο μαθηματικοποιημένη πρόταση: έχουμε περιγράψει την τοπολογία της προσομοίωσης πριν από την ύπαρξή της και την ποσοτικοποίησή της ως απεικόνισης.

Ακολουθώντας δηλαδή την αντίστροφη πορεία, μπορούμε να ανακτήσουμε την εξής πληροφορία ουσίας: από ένα ουδέτερο οντολογικά επίπεδο προσομοίωσης («είμαστε» και δεν είμαστε), αναγόμαστε στο «φανταστικό» πεδίο της ίδιας της Εξομοίωσης — δηλαδή, στη θέαση της κατοπτρικής συμμετρίας της οντολογικής πληροφορίας, στο οριακό της σημείο μηδέν.

Οι προσομοιωμένοι στέκονται απέναντι στους εξομοιωτές!..

12  Μαρτίου  2018

Posted on 12 Μαρτίου, 2018, in Uncategorized. Bookmark the permalink. Σχολιάστε.

Σχολιάστε